- ορθογραφικός
- -ή, -ό [ορθογραφία]1. αυτός που αναφέρεται στην ορθογραφία («ορθογραφικό λεξικό»)2. φρ. «ορθογραφική αζιμουθιακή προβολή»(χαρτ.) είδος αζιμουθιακής προβολής, κατά την οποία η γήινη επιφάνεια προβάλλεται κάθετα πάνω στο επίπεδο.επίρρ...ορθογραφικώς και -ά1. από ορθογραφική άποψη2. με ορθογραφικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.